- ηλιόζωα
- (heliozoa). Ριζόποδα ή σαρκόζωα πρωτόζωα με ακτινωτή συμμετρία, σφαιρική ή ωοειδή, που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά. Το κυτταρόπλασμά τους διακρίνεται σε ενδόπλασμα και εξώπλασμα. Τo πρώτο έχει έναν ή περισσότερους πυρήνες και το δεύτερο πολλά σφυγμώδη κενοτόπια αλλά και τα δύο περιβάλλονται από λεπτό γλοιώδες κάλυμμα. Το σώμα τους είναι γυμνό ή προστατεύεται από εξωτερικό ετερογενή σκελετό, σχηματισμένο από διάφορα ξένα υλικά, που συγκεντρώνονται στην περιφέρειά του. Είναι επίσης δυνατόν να περιβάλλεται από αυτογενή σκελετό που εκκρίνεται από το ίδιο το ζώο και αποτελείται από πυριτικές βελόνες βυθισμένες σε γλοιώδες στρώμα. Ολόγυρα και ακτινωτά βρίσκονται τα ψευδοπόδια, του τύπου των αξονοποδίων, με τα οποία τα η. κινούνται στο νερό ή μάλλον περιστρέφονται στον βυθό, καθώς βραχύνονται και εκτείνονται διαδοχικά τα αξονοπόδια πάνω στα οποία στηρίζονται. Τρέφονται με ζωντανούς οργανισμούς –ζώα και φυτά– και μάλιστα, όταν πρόκειται για ογκώδη λεία, κολλούν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας έτσι τη λεγόμενη ένωση κατανάλωσης.
* * *ταακτινόποδα πρωτόζωα που ζουν σε γλυκά ή υφάλμυρα νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliozoa < helio- (πρβλ. ήλιο-*) + zoa (πρβλ. ζώα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Χ. Αποστολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.